- αιθάλωση
- kurumlanma, isle kararma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αἰθαλώσηι — αἰθάλωσις clouds of sooty smoke fem dat sg (epic) αἰθαλώσῃ , αἰθαλόω to soil with soot aor subj mid 2nd sg αἰθαλώσῃ , αἰθαλόω to soil with soot aor subj act 3rd sg αἰθαλώσῃ , αἰθαλόω to soil with soot fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] … Dictionary of Greek
πολύκαπνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καπνός (πρβλ. δύσ καπνος)] … Dictionary of Greek